- ἑταιρισμός
ἑταιρισμός, ὁ, die Buhlerei, Ath. XII, 516 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑταιρισμός, ὁ, die Buhlerei, Ath. XII, 516 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταιρισμός — (ΑΜ ἑταιρισμός) [εταιρίζω] η πορνική ζωή, η πορνεία … Dictionary of Greek
εταιρισμός — ο η εκπόρνευση, η συστηματική πορνεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταιρισμοῦ — ἑταιρισμός harlotry masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρισμῷ — ἑταιρισμός harlotry masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
πορνεία — η 1. το επάγγελμα και η ιδιότητα της πόρνης, αλλ. εταιρισμός. 2. προσφορά σεξουαλικής ικανοποίησης, με αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)