ἑταιρόσυνος

ἑταιρόσυνος

ἑταιρόσυνος, ον, befreundet, ἑταῖρος in obseönem


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εταιρόσυνος — ἑταιρόσυνος, η, ον (Α) φίλος, φιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρος + οσυνος (πρβλ. χαρμ όσυνος)] …   Dictionary of Greek

  • ἑταιρόσυνος — friendly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιροσύνην — ἑταιρόσυνος friendly fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”