- ἑτερ-ώνυμος
ἑτερ-ώνυμος, mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερ-ώνυμος, mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
μειώνυμος — μειώνυμος, ον (Α) (για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μυριώνυμος — μυριώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει μύρια ονόματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ξενώνυμος — ξενώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει ξενικό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ομοιώνυμος — η, ο αυτός που έχει το ίδιο όνομα, ομώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek