- ἑτερο-μήτριος
ἑτερο-μήτριος, = Folgdm, Schol. Lyc. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-μήτριος, = Folgdm, Schol. Lyc. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερομήτριος — α, ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, ον) (για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομο μήτριος] … Dictionary of Greek