ἑτεροίιος

ἑτεροίιος

ἑτεροίιος, = Folgdm, Dion. P^er. 1180.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροίος — ἑτεροῑος, οία, ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, ηΐη, ον) μσν. διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.) αρχ. 1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους 2. ασυνήθιστος, παράδοξος 3. διαφορετικός απ αυτό που έπρεπε να είναι. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”