- ἑτερο-λογία
ἑτερο-λογία, ἡ, eine andere Rede, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-λογία, ἡ, eine andere Rede, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερολογία — η (Α ἑτερολογία) νεοελλ. η έλλειψη αναλογίας αρχ. ο ψεύτικος, ο δόλιος λόγος («ὅτι οὐκ ἔστιν ἑτερολογία ἐν τῇ γλώσσῃ μου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + λογία (< λόγος)] … Dictionary of Greek
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
ετερόλεκτος — ἑτερόλεκτος, ον (Μ) αυτός που έχει ειπωθεί από άλλον. επίρρ... ἑτερολέκτως με άλλα λόγια, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. ιδιό λεκτος] … Dictionary of Greek