- ἑτερο-θελής
ἑτερο-θελής, ές, anders wollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-θελής, ές, anders wollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροθελής — ἑτεροθελής, ές (Μ) αυτός που έχει διαφορετική θέληση («ἑτεροθελεῑς καὶ ἑτεροενεργεῑς τὰς τρεῑς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰπεῑν...», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θελής (< εθέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek