ἑτερο-δύναμος

ἑτερο-δύναμος

ἑτερο-δύναμος, von anderer Kraft, Bedeutung, Porphyr. bei Stob. ecl. 1 p. 838.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοιουτοδύναμος — ον, Μ αυτός που έχει τέτοια δύναμη, αυτός που είναι τέτοιας δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. ἑτερο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • ετεροδύναμος — ἑτεροδύναμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετική δύναμη ή ικανότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροδύναμον η διαφορά δύναμης ή ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + δύναμος (< δύναμαι), πρβλ. αδύναμος, ισοδύναμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”