ἑτερο-βαρής

ἑτερο-βαρής

ἑτερο-βαρής, ές, auf einer Seite lastend, Schol. min. Il. 12, 446. – Adv., Schol. Il. 23, 574.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… …   Dictionary of Greek

  • θυμοβαρής — θυμοβαρής, ές (Α) αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισο βαρής, ετερο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • ισοβαρής — ές (Α ἰσοβαρής, ές) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον 2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”