- ἑτερο-ειδής
ἑτερο-ειδής, ές, von anderer Art, Gestalt, Arist. H. A. 2, 12; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-ειδής, ές, von anderer Art, Gestalt, Arist. H. A. 2, 12; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek