ἑτερο-φυής

ἑτερο-φυής

ἑτερο-φυής, ές, von anderer, verschiedener Natur, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροφυής — ές (Α ἑτεροφυής, ές) αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως αρχ. αυτός που γεννήθηκε από άλλον πατέρα, ο νόθος ή αυτός που γεννήθηκε από γονείς διαφορετικής εθνότητας. επίρρ... ἑτεροφυῶς (Α) βλ. ἑτεροειδῶς (ἑτεροειδής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φυής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”