- ἑτερο-φρούρητος
ἑτερο-φρούρητος, von einem Andern bewacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-φρούρητος, von einem Andern bewacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροφρούρητος — ἑτεροφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρείται από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρουρητος (< φρουρώ) πρβλ. α φρούρητος, περι φρούρητος] … Dictionary of Greek