- ἑτερο-σήμαντος
ἑτερο-σήμαντος, von anderer Bedeutung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-σήμαντος, von anderer Bedeutung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροσήμαντος — ἑτεροσήμαντος, ον (Μ) αυτός που έχει άλλη, διαφορετική σημασία. επίρρ... ἑτεροσημάντως με ἄλλη σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, πολυ σήμαντος] … Dictionary of Greek
θεοσήμαντος — θεοσήμαντος, ον (Μ) αυτός που φανερώνει, που σημαίνει τη θεία θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, ετερο σήμαντος] … Dictionary of Greek