- ἑτερο-σκελής
ἑτερο-σκελής, ές, mit ungleichen Schenkeln, Mathem. u. Poll. 4, 160; – auf einem Beine lahm, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-σκελής, ές, mit ungleichen Schenkeln, Mathem. u. Poll. 4, 160; – auf einem Beine lahm, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών … Dictionary of Greek