- ἑτερο-πάθεια
ἑτερο-πάθεια, ἡ, das Leiden an einer Seite, an einem Theile, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-πάθεια, ἡ, das Leiden an einer Seite, an einem Theile, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek