- ἑτερο-πλανής
ἑτερο-πλανής, ές, hin u. her irrend, Nic. Al. 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-πλανής, ές, hin u. her irrend, Nic. Al. 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροπλανής — ἑτεροπλανής, ές (Α) αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλανής (πλανώμαι), πρβλ. α πλανής, πολυ πλανής] … Dictionary of Greek