- ἑτερό-γνης
ἑτερό-γνης, E. M. 435, 32, = ἑτερογενής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-γνης, E. M. 435, 32, = ἑτερογενής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόγνης — ἑτερόγνης, ὁ (Α) ο ετερογενής, ο αλλοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γν ης, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γν τής ρίζας γεν τού γίγνομαι (πρβλ. ί γνης)] … Dictionary of Greek