- ἑτερό-γναθος
ἑτερό-γναθος, ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-γναθος, ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακόγναθος — μαλακόγναθος, ον (Α) (για ίππο) πράος, πειθήνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνάθος (πρβλ. ετερό γναθος)] … Dictionary of Greek
ετερόγναθος — ἑτερόγναθος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γνάθος] … Dictionary of Greek