ἑτερό-πιστος

ἑτερό-πιστος

ἑτερό-πιστος, = ἑτερόδοξος, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόπιστος — ἑτερόπιστος, ον (ΑΜ) οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος («τοῑς ἑτεροπίστοις ἑαυτοὺς ἀναμιγνύναι» Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πιστός, πρβλ. ά πιστος, εύ πιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”