- ἑτερόπτολις
ἑτερόπτολις, ιδος, von einer andern Stadt, Nonn. D. 26, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερόπτολις, ιδος, von einer andern Stadt, Nonn. D. 26, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόπτολις — ἑτερόπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που προέρχεται από άλλη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πτόλις «πόλις»] … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek