- ὑσγῑνο-βαφής
ὑσγῑνο-βαφής, ές, in ὕσγινον getaucht, mit ὕσγινον gefärbt; Xen. Cyr. 8, 3,13; Clearch. bei Ath. VI, 255 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑσγῑνο-βαφής, ές, in ὕσγινον getaucht, mit ὕσγινον gefärbt; Xen. Cyr. 8, 3,13; Clearch. bei Ath. VI, 255 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] … Dictionary of Greek