- ὑσγῑνόεις
ὑσγῑνόεις, όεσσα, όεν, scharlachroth, Nic. Th. 870.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑσγῑνόεις, όεσσα, όεν, scharlachroth, Nic. Th. 870.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υσγινόεις — εσσα, εν, Α αυτός που έχει κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή με ανοιχτό κόκκινο χρώμα» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ὑσγινόεντας — ὑσγινόεις scarlet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσγινόεντος — ὑσγινόεις scarlet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υσγινοειδής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινη όψη, ὑσγινόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή ανοιχτού κόκκινου χρώματος» + ειδής*] … Dictionary of Greek