- ἑστιᾱτικός
ἑστιᾱτικός, zum Mahle gehörig, Antip. Stob. fl. 70, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑστιᾱτικός, zum Mahle gehörig, Antip. Stob. fl. 70, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εστιατικός — ἑστιατικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στο συμπόσιο, ο συμποσιακός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑστιατικὸν ποσό χρημάτων που προοριζόταν για δημόσια έργα στη Δήλο 3. αυτός που ανήκει στην Εστία, αγνός, παρθένος … Dictionary of Greek
ιστιατικός — ἱστιατικός, ή, όν, (Α) ιων. τ. εστιατικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιατικός*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] … Dictionary of Greek
εστιακός — ή, ό (Α ἑστιακὸς και ἑστιατικός, ή, όν) [εστία] αυτός που αναφέρεται στην εστία νεοελλ. 1. μαθ. «εστιακή απόσταση» η απόσταση μεταξύ δύο εστιών μιας κωνικής τομής 2. φυσ. αυτός που αναφέρεται στις εστίες τών κατόπτρων και τών φακών (α. «εστιακή… … Dictionary of Greek
ἑστιατικάς — ἑστιατικά̱ς , ἑστιατικός convivial fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)