ἑστιᾱτόριον

ἑστιᾱτόριον

ἑστιᾱτόριον, τό, = ἑστιατήριον, Theopomp. bei Ath. XII, 531 f; D. Hal. 2, 23; Plut. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑστιατόριον — ἑστιᾱτόριον , ἑστιατόριον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • εστιατόριο — το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον) νεοελλ. 1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία 2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα αρχ. ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το… …   Dictionary of Greek

  • ιστιητόριον — ἱστιητόριον και ἱστιατόριον, τὸ (Α) εστιατόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιατόριον*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • ἑστιατορίοις — ἑστιᾱτορίοις , ἑστιατόριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιατορίῳ — ἑστιᾱτορίῳ , ἑστιατόριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιατόρια — ἑστιᾱτόρια , ἑστιατόριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”