- πελαστάτω
πελαστάτω, superl. adv. zu πέλας, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαστάτω, superl. adv. zu πέλας, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαστάτω — Α επίρρ. (υπερθ. βαθμός τού πέλας) πάρα πολύ κοντά … Dictionary of Greek
πελάστατος — άτη, ον, Α αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθ. βαθμό πελαστάτω τού πέλας] … Dictionary of Greek