- πελαργῖτις
πελαργῖτις, ιδος, ἡ, ein unbekanntes Kraut, vielleicht Storchschnabel, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαργῖτις, ιδος, ἡ, ein unbekanntes Kraut, vielleicht Storchschnabel, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαργῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. το φυτό αναγαλλίς η κυανή 2. είδος γερανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ῖτις (πρβλ. συκ ίτις), γιατί οι καρποί τών φυτών μοιάζουν με ράμφος] … Dictionary of Greek
πελαργῖτιν — πελαργῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)