- πελαργιδεύς
πελαργιδεύς, ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαργιδεύς, ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαργιδεύς — ο, ΝΑ ο νεοσσός τού πελαργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
πελαργιδεῖς — πελαργιδεύς young stork masc acc pl πελαργιδεύς young stork masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργιδεῦσιν — πελαργιδεύς young stork masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργιδέας — πελαργιδέᾱς , πελαργιδεύς young stork masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)