- πελαργικός
πελαργικός, vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαργικός, vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαργικός — (I) ή, ό / πελαργικός, ή, όν, ΝΑ [πελαργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι … Dictionary of Greek
Πελαργικόν — Πελαργικός of the stork masc acc sg Πελαργικός of the stork neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργικόν — πελαργικός of the stork masc acc sg πελαργικός of the stork neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελαργικοί — Πελαργικός of the stork masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργικοί — πελαργικός of the stork masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελαργικέ — Πελαργικός of the stork masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργικέ — πελαργικός of the stork masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελαργικῷ — Πελαργικός of the stork masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργικῷ — πελαργικός of the stork masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)