- ἑρπηστήρ
ἑρπηστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Nonn. D. 5, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρπηστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Nonn. D. 5, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρπηστῆρα — ἑρπηστήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῆρας — ἑρπηστήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῆρες — ἑρπηστήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῆρος — ἑρπηστήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῆρσι — ἑρπηστήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῆρσιν — ἑρπηστήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστήρων — ἑρπηστήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
πολυσπείρητος — ον, ΜΑ αυτός που ελίσσεται πολλές φορές ή αυτός που προέρχεται από πολλούς ελιγμούς, από πολλές στροφές, πολυέλικτος («πολυσπείρητος ἑρπηστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπειρῶμαι (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek