- ἑρπηστικός
ἑρπηστικός, zum Kriechen geschickt, kriechend, vgl. ἑρπυστικός; – τὰ ἑρπηστικά, weiter um sich fressende, böse Geschwüre, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρπηστικός, zum Kriechen geschickt, kriechend, vgl. ἑρπυστικός; – τὰ ἑρπηστικά, weiter um sich fressende, böse Geschwüre, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερπηστικός — ή, ό [ερπηστής] βλ. ερπυστικός … Dictionary of Greek
ερπυστικός — ή, ό (ΑΜ ἑρπυστικός, ή, όν) [ερπύζω] (εσφ. γρφ. ερπηστικός) 1. αυτός που έχει την τάση (και την ικανότητα) να έρπει («ερπυστικά ζώα», «ερπυστικά φυτά») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών ερπετών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑρπυστικά (ενν.… … Dictionary of Greek