- ἑρπυστήρ
ἑρπυστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὄφεις Opp. Cyn. 3, 411; Orph. Lith. 49 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρπυστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὄφεις Opp. Cyn. 3, 411; Orph. Lith. 49 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερπυστήρ — ἑρπυστήρ, ὁ (AM) [ερπύζω] 1. ο ερπηστής*, το ερπετό («ἑρπυστῆρσι καὶ ἱχθύσι», Οππ.) 2. ως επίθ. α) αυτός που έρπει β) οφιοειδής, ελικοειδής … Dictionary of Greek
ἑρπυστήρ — a reptile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρα — ἑρπυστήρ a reptile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρες — ἑρπυστήρ a reptile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρος — ἑρπυστήρ a reptile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσιν — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστήρων — ἑρπυστήρ a reptile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)