ἑρπυστάζω

ἑρπυστάζω

ἑρπυστάζω, = ἑρπύζω, Lex. Apoll. s. v. ἄταλλε.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”