ὑπ-ήνη

ὑπ-ήνη

ὑπ-ήνη, , der Theil des Gesichts unter der Nase, die Oberlippe, Aesch. frg. 25; od. nach Andern der ganze Raum zur Seite der Nase, wo der Schnurrbart u. der Backenbart wächst, dah. Bart, bes. Schnurrbart; ὑπήνας ἕλκειν, die Bärte lang wachsen lassen, Ar. Lys. 1072; ἄκουρος Vesp. 477; τὰς ὑπήνας ἀνειμένας ἐᾶν D. Sic. 5, 28; a. Sp. – Man leitet es von ἥνη, ἡνίον ab, der unter dem Zaume befindliche Theil.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἤνη — ἤ̱νη , ἀνέω imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἦνις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύηνος — ήνη, ον, και ὑηνός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, ο γουρουνήσιος 2. μτφ. (κατά τον Φώτ.) (για πρόσ.) σκαιός, αμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + επίθημα ηνος (πρβλ. γαλ ηνός, σκαλ ηνός)] …   Dictionary of Greek

  • υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… …   Dictionary of Greek

  • κηλήνη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς* και εμφανίζει επίθημα ήνη (πρβλ. κεβλ ήνη)] …   Dictionary of Greek

  • λαμπήνη — λαμπήνη, ἡ (Α) 1. είδος σκεπασμένης άμαξας («καὶ Σαοὺλ ἐκάθευδεν ἐν λαμπήνη», ΠΔ) 2. λαμπάδα 3. ευνοϊκή ένδειξη από πλανήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμπ ήνη εμφανίζει επίθημα ηνᾱ (πρβλ. απ ήνη, καπ ᾱνη), ενώ η σύνδεση τού θ. λαμπ με το λάμπω παραμένει… …   Dictionary of Greek

  • αζουλένιο — το Χημ. οργανική αρωματική ένωση με μοριακό τύπο C10H8 που αποτελείται από έναν πενταμελή και έναν επταμελή δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azulene, νόθο σύνθετο < ισπαν. azul «μπλε» + ene (< ελλ. ήνη) (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • ιόγληνος — ἰόγληνος, ήνη, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. μελί γληνος, πολύ γληνος] …   Dictionary of Greek

  • καπάνη — καπάνη, ἡ (Α) 1. άμαξα 2. κάπη* 3. είδος περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»] …   Dictionary of Greek

  • ποταμηνή — ἡ, Α θεότητα τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός (πρβλ. Πέργαμος Περγαμ ηνή)] …   Dictionary of Greek

  • τιθευτήρ — ῆρος,ὁ, ΜΑ, θηλ. τιθεύτρια, Μ αυτός που παρέχει τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ ήνη «τροφός», κατά τα ουσ. σε (ευ)τήρ (πρβλ. σαγινευ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”