ἤνη — ἤ̱νη , ἀνέω imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἦνις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύηνος — ήνη, ον, και ὑηνός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, ο γουρουνήσιος 2. μτφ. (κατά τον Φώτ.) (για πρόσ.) σκαιός, αμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + επίθημα ηνος (πρβλ. γαλ ηνός, σκαλ ηνός)] … Dictionary of Greek
υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… … Dictionary of Greek
κηλήνη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς* και εμφανίζει επίθημα ήνη (πρβλ. κεβλ ήνη)] … Dictionary of Greek
λαμπήνη — λαμπήνη, ἡ (Α) 1. είδος σκεπασμένης άμαξας («καὶ Σαοὺλ ἐκάθευδεν ἐν λαμπήνη», ΠΔ) 2. λαμπάδα 3. ευνοϊκή ένδειξη από πλανήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμπ ήνη εμφανίζει επίθημα ηνᾱ (πρβλ. απ ήνη, καπ ᾱνη), ενώ η σύνδεση τού θ. λαμπ με το λάμπω παραμένει… … Dictionary of Greek
αζουλένιο — το Χημ. οργανική αρωματική ένωση με μοριακό τύπο C10H8 που αποτελείται από έναν πενταμελή και έναν επταμελή δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azulene, νόθο σύνθετο < ισπαν. azul «μπλε» + ene (< ελλ. ήνη) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
ιόγληνος — ἰόγληνος, ήνη, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. μελί γληνος, πολύ γληνος] … Dictionary of Greek
καπάνη — καπάνη, ἡ (Α) 1. άμαξα 2. κάπη* 3. είδος περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»] … Dictionary of Greek
ποταμηνή — ἡ, Α θεότητα τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός (πρβλ. Πέργαμος Περγαμ ηνή)] … Dictionary of Greek
τιθευτήρ — ῆρος,ὁ, ΜΑ, θηλ. τιθεύτρια, Μ αυτός που παρέχει τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ ήνη «τροφός», κατά τα ουσ. σε (ευ)τήρ (πρβλ. σαγινευ τήρ)] … Dictionary of Greek