ὑπ-ήνεμος

ὑπ-ήνεμος

ὑπ-ήνεμος, unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Ggstz προςήνεμος, Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, αὔρα Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατήνεμος — κατήνεμος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον άνεμο («τὰ πρὸς βορέαν καὶ ὅλως κατήνεμα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήνεμος (< ἄνεμος) το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. προσ ήνεμος, υπ ήνεμος)] …   Dictionary of Greek

  • νήνεμος — η, ο (Α νήνεμος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από άνεμο, ο χωρίς άνεμο, ο ήρεμος («ὅτε τ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος («νήνεμον ἒχειν τὴν ψυχήν», Πλούτ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ νήνεμος τόπος ὅπου δεν πνέει… …   Dictionary of Greek

  • οδήνεμος — και δωρ. τ. ποδάνεμος, ον, Α ταχύς σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. πυρ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • προήνεμος — ον, Α εκτεθειμένος στον άνεμο, δηλ. αυτός που βρίσκεται στον πρόναο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. προσ ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • προσήνεμος — η, ο / προσήνεμος, ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος. επίρρ... προσηνέμως και προσήνεμα Ν προς μέρος προσήνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνεμος — ον, Α αυτός που φυσά τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ποδ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • συνήνεμος — ον, Α 1. εκτεθειμένος στους ανέμους 2. μτφ. (για ελπίδες) αυτός που σκορπίζεται με το φύσημα τού ανέμου, εντελώς ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. προσ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • υπερήνεμος — ον, Μ αυτός που ξεπερνά τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ὑπ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αλεξήνεμος — η, ο (Μ ἀλεξήνεμος, ον) αυτός που προφυλάσσει από τον αέρα νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ελαφρό και ευμετακίνητο έπιπλο για την προφύλαξη από τον αέρα (αλλιώς παραβάν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + ἄνεμος. Το η ( ήνεμος) από έκταση τού α σε η λόγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”