- ὑπέρ-ημαι
ὑπέρ-ημαι (s. ᾑμαι), darüber sitzen, τινός (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-ημαι (s. ᾑμαι), darüber sitzen, τινός (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπειρημένων — ὑπέρ ἧμαι es perf part mid fem gen pl ὑπέρ ἧμαι es perf part mid masc/neut gen pl ὑπό ἐρῶ verbum perf part mp fem gen pl (epic ionic) ὑπό ἐρῶ verbum perf part mp masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπειρημένους — ὑπέρ ἧμαι es perf part mid masc acc pl ὑπό ἐρῶ verbum perf part mp masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερήμενος — ὑπέρ ἧμαι es perf part mid masc nom sg ὑπό ἐράομαι love perf part mp masc nom sg ὑπό ἐράομαι love pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρημαι — Α θέτω τον εαυτό μου πάνω από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἧμαι «κάθομαι] … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek