- ὑπέρ-ηδυς
ὑπέρ-ηδυς, υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-ηδυς, υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρηδυς — υ, Α γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος. επίρρ... ὑπερηδέως Α με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»] … Dictionary of Greek
υπερήδιστος — ον, ΜΑ μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπερήδιστον με μεγάλη ευχαρίστηση αρχ. πάρα πολύ ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥδιστος, υπερθετικός βαθμός του επιθ. ἡδύς] … Dictionary of Greek
υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek