- ὑπέρ-οφρυς
ὑπέρ-οφρυς, υος, mit aus Stolz in die Höhe gezogenen Augenbrauen, hochmüthig, Sp., vgl. VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-οφρυς, υος, mit aus Stolz in die Höhe gezogenen Augenbrauen, hochmüthig, Sp., vgl. VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέροφρυς — υ / ὑπέροφρυς, υ, ΝΜΑ υπερόπτης, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀφρύς «φρύδι» (πρβλ. ἔν οφρυς)] … Dictionary of Greek
υπερόφρυος — α, ο / ὑπερόφρυος, ον, ΝΜ το ουδ. ως ουσ. το υπερόφρυο(ν) το τμήμα τού μετώπου που βρίσκεται αμέσως πάνω από τα φρύδια νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα φρύδια 2. φρ. «υπερόφρυο τόξο» ανατ. τοξοειδής διόγκωση τού μετωπιαίου οστού πάνω… … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия