- ὑπέρ-θυρος
ὑπέρ-θυρος, über der Thür befindlich, τὸ ὑπέρϑυρον, = ὑπερϑύριον, Her. 1, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-θυρος, über der Thür befindlich, τὸ ὑπέρϑυρον, = ὑπερϑύριον, Her. 1, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρθυρος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος] … Dictionary of Greek