- ὑπέρ-γομος
ὑπέρ-γομος, überladen, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-γομος, überladen, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέργομος — ον, ΜΑ παραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ. β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά γομος] … Dictionary of Greek