ὑπέρ-κομπος

ὑπέρ-κομπος

ὑπέρ-κομπος, eigentl. übermäßig lärmend, bes. unmäßig großprahlend, übermüthig; σῆμα Aesch. Spt. 386; Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν Pers. 813; ϑράσος 817; übh. übermäßig, außerordentlich, νῆες ὑπέρκομποι τάχει, ausgezeichnet an Schnelligkeit, 334.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέρκομπος — ον, Α αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας 2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ ὑπέρκομποι τάχει [νῆες]», Αισχύλ.). επίρρ... ὑπερκόμπως Α με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κομπος (< κόμπος [Ι]… …   Dictionary of Greek

  • μακρόκομπος — μακρόκομπος, ον (Μ) υπερήφανος, αλαζόνας, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κόμπος (πρβλ. υπέρ κομπος)] …   Dictionary of Greek

  • μελίκομπος — μελίκομπος, ον (Α.) αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῑν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ κομπος)] …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”