ὑπέρ-γηρος

ὑπέρ-γηρος

ὑπέρ-γηρος, = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • σύγγηρος — ον, Α αυτός που γερνά μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. ὑπέρ γηρος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύγηρος — ον, Α αυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ γηρος] …   Dictionary of Greek

  • υπέργηρος — η, ο / ὑπέργηρως, ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων τα βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ γήρως / ἄ γηρος, προ γήρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”