ὑπ-άλληλος

ὑπ-άλληλος

ὑπ-άλληλος, einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισάλληλος — μισάλληλος, ον (Α) αυτός που μισεί κάποιον και ταυτόχρονα μισείται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + άλληλος(< ἀλλήλων*), πρβλ. παρ άλληλος, υπ άλληλος] …   Dictionary of Greek

  • προσάλληλος — ον, Α 1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου 2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.) 3. αμοιβαίος 4. σχετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ άλληλος, παρ άλληλος] …   Dictionary of Greek

  • φεράλληλος — ον, Α (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο. επίρρ... φεραλλήλως Μ με αμοιβαίο δεσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + άλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων*), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • συνάλληλος — η, ο, Ν (λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ άλληλος] …   Dictionary of Greek

  • αλλήλως — επίρρ. (Μ ἀλλήλως) 1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. μόνοι τους,… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • φιλάλληλος — η, ο, Ν αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον η φιλαλληλία. επίρρ... φιλαλλήλως Μ με φιλαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπ άλληλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”