ὑπάετος, ὁ, v. l. für ὑπαίετος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπάετος — ο / ὑπάετος, ΝΑ, και υπαετός Ν το πτηνό γυπάετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀετός] … Dictionary of Greek
ὑπάετος — ὑπά̱ετος , ὑπάετος eagle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)