ὑπ-άργυρος

ὑπ-άργυρος

ὑπ-άργυρος, unterwärts Silber habend, von Silber gemacht u. vergoldet; χρυσία S. Emp. pyrrh. 2, 30; – silberhaltig, ἐν ἄντροις τῆςδ' ὑπαργύρου χϑονός Eur. Rhes. 970; πέτρα Cycl. 293; vgl. Plat. Rep. III, 415 c; – versilbert, gegen Silber verkauft, φωνά Pind. P. 11, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄργυρος — white metal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • αργυρός — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ή, ό (AM ἀργυροῡς, ᾱ, οῡν, A κ …   Dictionary of Greek

  • Αργυρός ή Αργυρόπουλος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου, από την Καππαδοκία. Από αυτήν προέρχονται πολλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, κυρίως από τον 9o έως τον 11o αι. Τα πιο γνωστά μέλη της οικογένειας είναι: 1. Λέων. Ανώτατος αξιωματούχος στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρός, Αθανάσιος — (Νιγρίτα 1859 – Βόλος 1945).Πολιτευτής και νομικός. Σπούδασε νομικά σε πανεπιστήμια της Αθήνας, του Παρισιού και της Γερμανίας. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και του δημοσιογράφου. Έγραψε και μετέφρασε ιστορικά και νομικά έργα. Κυριότερα από… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρός, Ουμβέρτος — (Καβάλα 1877 –Αθήνα 1963).Ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής πρώτα του Νικηφόρου Λύτρα και του Γεωργίου Ροϊλού στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αργότερα του Λεφτς και του Μάαρ στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο Α. επιζητούσε να μεταδώσει στα έργα… …   Dictionary of Greek

  • άργυρος — ο το ασήμι, λευκό μέταλλο από τα λεγόμενα πολύτιμα· χρησιμεύει στην κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργυρός — ή, ό 1. ασημένιος. 2. «αργυροί γάμοι», συμπλήρωση 25 χρόνων συζυγικής ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀργύρω — ἄργυρος white metal masc nom/voc/acc dual ἄργυρος white metal masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργύ̱ρω , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀργύ̱ρω , ἀργυρόω to cover with silver pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργύροις — ἄργυρος white metal masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργύρου — ἄργυρος white metal masc gen sg ἀ̱ργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver pres imperat act 2nd sg ἀργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”