- ὑπ-άρκτιος
ὑπ-άρκτιος, gegen Norden liegend, Plut. Sert. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-άρκτιος, gegen Norden liegend, Plut. Sert. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άρκτιος — ἄρκτιος, ον (Α) [άρκτος] ο αρκτικός, ο βόρειος … Dictionary of Greek
ἄρκτιος — arctic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρκτιον — bearwort neut nom/voc/acc sg ἄρκτιος arctic masc/fem acc sg ἄρκτιος arctic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
απαρκτίας — ἀπαρκτίας κ. ἀπαρκίας, ο (Α) βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άρκτος «βορράς» (πρβλ. άρκτιος «βορεινός»] … Dictionary of Greek
προσάρκτιος — ον, Α στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)] … Dictionary of Greek
υπάρκτιος — ον, Α βόρειος («τῶν ὑπαρκτίων κλιμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄρκτιος «βόρειος»] … Dictionary of Greek
ἀρκτίου — ἄρκτιον bearwort neut gen sg ἄρκτιος arctic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτίῳ — ἄρκτιον bearwort neut dat sg ἄρκτιος arctic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρκτια — ἄρκτιον bearwort neut nom/voc/acc pl ἄρκτιος arctic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)