- ὑπ-ηλιφής
ὑπ-ηλιφής, ές, angestrichen, bes. mit Pech, ναῦς, E. M. 61, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ηλιφής, ές, angestrichen, bes. mit Pech, ναῦς, E. M. 61, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιλτηλιφής — μιλτηλιφής, ές (Α) 1. βαμμένος με μίλτο («τὸ δὲ παλαιὸν ἅπασαι αἱ νέες ἦσαν μιλτηλιφέες», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μιλτηλιφεῑς προσωνυμία τών Αθηναίων οι οποίοι με τεντωμένο σχοινί βαμμένο με μίλτο οδηγούνταν από την Αγορά προς την… … Dictionary of Greek
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
υπηλιφής — ές, Α (για πλοίο) αυτός που έχει αλειφθεί από κάτω, πισσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηλιφής (< θ. αλιφ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἀλείφω), πρβλ. δι ηλιφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
νηλιφής — νηλιφής, ές (Α) αυτός που δεν έχει αλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + αλιφής (< αλιφ μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής] … Dictionary of Greek