- ὑπο-λευκαίνω
ὑπο-λευκαίνω, unten oder ein wenig weiß machen, u. pass. ein wenig weiß werden, weißlich sein; ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί Il. 5, 502; sp. D., Arat. Dios. 195; Luc. D. Mer. 11, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-λευκαίνω, unten oder ein wenig weiß machen, u. pass. ein wenig weiß werden, weißlich sein; ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί Il. 5, 502; sp. D., Arat. Dios. 195; Luc. D. Mer. 11, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek