- ὑπο-λιπάω
ὑπο-λιπάω, etwas fett sein, Theophr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-λιπάω, etwas fett sein, Theophr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπελίπη — ὑπό λίπτομαι to be eager aor ind mp 3rd sg ὑπό λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd sg (doric) ὑπό λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπελίπησαν — ὑπό λίπτομαι to be eager aor ind mp 3rd pl ὑπό λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd pl ὑπό λιπάω to be sleek aor ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταλιπεῖν — ὑπό , κατά λιπάω to be sleek pres inf act (attic epic doric ionic) ὑπό καταλιμπάνω leave behind aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)