- ὑπο-λιπαίνω
ὑπο-λιπαίνω, ein wenig od. allmälig fett machen, Hippoer.,c zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-λιπαίνω, ein wenig od. allmälig fett machen, Hippoer.,c zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπολιπαίνονται — ὑπό λιπαίνω oil pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek