- ὑπο-λύζω
ὑπο-λύζω (s. λύζω), ein wenig den Schlucken haben, ein wenig schluchzen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-λύζω (s. λύζω), ein wenig den Schlucken haben, ein wenig schluchzen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγμός — ο (AM λυγμός) σπασμός τού διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή τού αέρα που υπάρχει στον θώρακα μσν. αρχ. λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ τού λύζω… … Dictionary of Greek